γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
σίπο — το, Ν βοτ. εμπορική ονομασία ακριβού ξύλου τής επιπλοποιίας και τής λεπτοξυλουργικής που λαμβάνεται από ένα είδος δένδρων τού γένους εντανδρόφραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sipo < ιθαγενή λ. τού Καμερούν] … Dictionary of Greek
σκαρλάτος — η, ο, Ν πορφυρός, κατακόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlato < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος» < περσ. saqalāt «είδος ακριβού υφάσματος»] … Dictionary of Greek
όρεγκον — (Oregon). Ομόσπονδη Πολιτεία (251.180 τ. χλμ., 2.842.321 κατ.) των βορειοδυτικών ΗΠΑ. Πρωτεύουσα είναι το Σάλεμ (107.786 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Ουϊλάμητ. Βρέχεται από τον Ειρηνικό ωκεανό στα Δ και συνορεύει με τις ομόσπονδες … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μεγάλη τιμή: Πολύ ακριβά πουλιούνται τα λαχανικά. 2. πολυαγαπημένος: Ακριβό μας παιδί, σε περιμένουμε με ανοιχτή αγκαλιά. 3. φιλάργυρος: Του ακριβού το βιος σε χαροκόπου χέρια (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)