ἀκρίβου

ἀκρίβου
ἀ̱κρί̱βου , ἀκριβόω
make exact
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀκρί̱βου , ἀκριβόω
make exact
pres imperat act 2nd sg
ἀκρί̱βου , ἀκριβόω
make exact
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • σίπο — το, Ν βοτ. εμπορική ονομασία ακριβού ξύλου τής επιπλοποιίας και τής λεπτοξυλουργικής που λαμβάνεται από ένα είδος δένδρων τού γένους εντανδρόφραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sipo < ιθαγενή λ. τού Καμερούν] …   Dictionary of Greek

  • σκαρλάτος — η, ο, Ν πορφυρός, κατακόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlato < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος» < περσ. saqalāt «είδος ακριβού υφάσματος»] …   Dictionary of Greek

  • όρεγκον — (Oregon). Ομόσπονδη Πολιτεία (251.180 τ. χλμ., 2.842.321 κατ.) των βορειοδυτικών ΗΠΑ. Πρωτεύουσα είναι το Σάλεμ (107.786 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Ουϊλάμητ. Βρέχεται από τον Ειρηνικό ωκεανό στα Δ και συνορεύει με τις ομόσπονδες …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μεγάλη τιμή: Πολύ ακριβά πουλιούνται τα λαχανικά. 2. πολυαγαπημένος: Ακριβό μας παιδί, σε περιμένουμε με ανοιχτή αγκαλιά. 3. φιλάργυρος: Του ακριβού το βιος σε χαροκόπου χέρια (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”